ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
του Νικόλαου Μ.Τριψιάνου, Προέδρου της Εταιρείας Ναυπακτιακών Μελετών (Ε.ΝΑ.Μ.)
Κανένας δεν το πάτησε το κάστρο του Επάχτου·
ο Ρουπακιάς, κυρά-Νόβαινα, αχ, Τσατσούλα, η Παναγιώταινα.
Ο Ρουπακιάς το πάτησε με το γέρο-Χουσιάδα·
πήραν άσπρα, κυρά-Νόβαινα, αχ, πήραν άσπρα, πήραν φλουριά.
Πήραν άσπρα, πήραν φλουριά, πήραν μαργαριτάρια
πήραν την κυ-, κυρά Νόβαινα, αχ, Τσατσούλα, η Παναγιώταινα.
Πήραν την κυ-, κυρά Νόβαινα, πρώτη κουτσαμπασίνα.
Ο πρώτος στίχος του ναυπακτιακού δημοτικού τραγουδιού «της Νόβαινας»: Κανένας δεν το πάτησε το κάστρο του Επάχτου «συνοψίζει την ιστορία του», όπως έγραψε ο Γεώργιος Αθάνας, τονίζοντας με κατηγορηματικό τρόπο την οχυρωματική αξία του Κάστρου της Ναυπάκτου ανά τους αιώνες, ότι δηλαδή πρόκειται κυριολεκτικά για ένα ακατάλυτο, απόρθητο, «άπαρτο Κάστρο».
Το παραπάνω δημοτικό τραγούδι όμως ανήκει στα ληστρικά και αναφέρεται στην επιδρομή των ληστών του Ρουπακιά και του Χουσιάδα εναντίον του Κάστρου το 1835, ίσως την Πρωτομαγιά, και την απαγωγή της συζύγου και της θυγατέρας του πλούσιου εμπόρου Πάνου Νόβα. Συντέθηκε επομένως τουλάχιστον έξι χρόνια μετά από την Απελευθέρωση του Κάστρου και της πόλης της Ναυπάκτου από τον Οθωμανικό ζυγό, που εορτάζουμε στις 18 Απριλίου την επέτειό της.
Στα 4000 χρόνια συνεχούς κατοίκησής της η Ναύπακτος γνώρισε αρκετούς κατακτητές. Η πόλη και το πανάρχαιο κάστρο της πέρασαν στην κυριαρχία των Οθωμανών για δύο μεγάλες χρονικές περιόδους. 188 χρόνια κράτησε η πρώτη Τουρκοκρατία (1499-1687) και 128 η δεύτερη (1701-1829), 316 χρόνια συνολικά. Από την αρχή της Επανάστασης του 1821 η κατάληψη του κάστρου της Ναυπάκτου αποτέλεσε κύρια επιδίωξη των Ελλήνων. Ενώ όμως η Ναυπακτία πέρασε στα χέρια τους ήδη από το 1822, με κάποιες τοπικές εναλλαγές στην κυριαρχία μέχρι το 1828, το φρούριο της Ναυπάκτου περιήλθε στην ελληνική διοίκηση στις 17 με 18 / 30 Απριλίου (ν. η.) 1829, ύστερα από μακρά πολιορκία, όχι μετά από άλωση, δηλαδή «εξ εφόδου», αλλά με συνθήκη παράδοσης της τουρκικής φρουράς. Έτσι στις 18 Απριλίου η ελληνική σημαία υψώθηκε στην Ακρόπολη (Ίτς Καλέ), το Inebahti και Ainabahti των Οθωμανών έγινε ξανά η Ναύπακτος και ο Έπαχτος των Ελλήνων, προετοιμάστηκε η αποχώρηση των Τούρκων από την υπόλοιπη δυτική Ελλάδα και η πόλη μαζί με την περιοχή της Ναυπακτίας άρχισε τον ελεύθερο βίο της στο πλαίσιο του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Ας προσπαθήσουμε όμως να σκιαγραφήσουμε το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η πολιορκία του Κάστρου της Ναυπάκτου. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, με συνεχή και επίμονα διπλωματικά διαβήματα προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) και με επιτυχείς εθνικά επωφελείς χειρισμούς κατόρθωσε να αναγνωρισθεί στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ας Μαρτίου 1829 η συνοριακή γραμμή Αμβρακικού (Άρτας) - Παγασητικού (Βόλου), ενώ στο ελληνικό κράτος –φόρου υποτελές στην Υψηλή Πύλη– θα ανήκαν η Πελοπόννησος, η Εύβοια, οι Βόρειες Σποράδες και οι Κυκλάδες. Οι Δυνάμεις στη συνέχεια απαίτησαν να αποχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα από τη Στερεά Ελλάδα. Η προσπάθεια του Καποδίστρια στο διπλωματικό τομέα ήταν να θεμελιώσει την άποψη ότι στη Στερεά πολεμούσαν οπλισμένοι κάτοικοι που υπεραμύνονταν των εδαφών τους και όχι ελληνικά στρατεύματα. Γι’ αυτό αντέταξε στις Δυνάμεις την αδυναμία του να ανακαλέσει τα στρατεύματα από τη Στερεά Ελλάδα, ενώ παράλληλα είχε διορίσει από τις 23 Ιανουαρίου 1829 τον αδελφό του Αυγουστίνο ως Πληρεξούσιο Τοποτηρητή στην ίδια περιφέρεια με πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες [«να επαγρυπνεί εκ του πλησίον τα πράγματα και συμπράττει μετά του Δ. Υψηλάντου διά την αισίαν έκβασιν των πολεμικών επιχειρημάτων των Ελλήνων»] και με σκοπό να επισπεύσει την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων περιοχών της Δυτικής Στερεάς και κυρίως του Αντιρρίου, της Ναυπάκτου, του Μεσολογγίου και του Ανατολικού (Αιτωλικού). Ας σημειωθεί εδώ ότι στην περιοχή του Αμβρακικού κόλπου επιχειρούσε την ίδια περίοδο ο στρατηγός Τσώρτς και τα τμήματά του, που κατέλαβαν το φρούριο της Βόνιτσας, τα στενά του Μακρυνόρους και τον Καρβασαρά (Αμφιλοχία). Η Στερεά Ελλάδα έπρεπε να καταληφθεί από τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να υπάρχει τετελεσμένο γεγονός κατά τις διπλωματικές συζητήσεις που θα ακολουθούσαν με τις Δυνάμεις για τον βαθμό της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους (αν θα ήταν αυτόνομο ή ανεξάρτητο) και για τη χάραξη των συνόρων του.
Είναι γνωστοί οι επικών διαστάσεων αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή πασά των Ιωαννίνων που επιχείρησε να τους υποτάξει (1788 -1803). Όσοι σώθηκαν κατέφυγαν στα Επτάνησα, για να ξαναπάρουν στα 1820 –μετά την στάση του Αλή κατά του σουλτάνου– το Σούλι, όπου τους ξαναβρίσκουμε με την Επανάσταση του 1821.
Στην πολιορκία και στην απελευθέρωση του Κάστρου σημαντική υπήρξε και η συμβολή των Σουλιωτών οπλαρχηγών και πολεμιστών. Κάποιοι από τους Σουλιώτες πρωταγωνιστές της πολιορκίας απεικονίζονται, χωρίς να κατονομάζονται, όπως και οι Ναυπάκτιοι, Στερεοελλαδίτες, Πελοποννήσιοι κ. ά. οπλαρχηγοί και καπετάνιοι, στον πίνακα του Γάλλου ζωγράφου Leblanc (Λεμπλάν) με τίτλο «Ελληνικό Στρατόπεδο προ της Ναυπάκτου» που εκτίθεται στην Πινακοθήκη των Βερσαλλιών. Στον πίνακα αυτό αναγνωρίζει κανείς εύκολα τους Σουλιώτες Κίτσο Τζαβέλλα και Νότη Μπότσαρη, τον Νικηταρά, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Χατζηχρήστο, τον Κανάρη, τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Παπάζογλου.
Σύμφωνα με τη διαταγή του Πληρεξούσιου Τοποτηρητή Αυγουστίνου Καποδίστρια και όπως προκύπτει από την ενδελεχή μελέτη των πηγών και συγκεκριμένα των εγγράφων και επιστολών του Γεωργίου Βοϊνέσκου, υπασπιστή του Δημητρίου Υψηλάντη και των Απομνημονευμάτων του Νικολάου Κασομούλη και του Νικολάου Σπηλιάδη, κατευθύνθηκε προς την Ναύπακτο η Α' χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα και η πεντακοσιαρχία του αδελφού του Νικολού Τζαβέλλα. Εκεί έφθασε επίσης στις 15 Μαρτίου, μέσω Βιτρινίτσας και Τριζονίων, και η Β' χιλιαρχία του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου με πεντακοσίαρχους τον Σπυρομήλιο και τον Γ. Βάγια. Στις 29 Μαρτίου/10 Απριλίου έφθασε ο συνταγματάρχης του τακτικού Πιέρης με το επιτελείο του από 5 αξιωματικούς, με ένα λόχο πυροβολικού (99 άνδρες) και με το 3ο πεζικό τάγμα (200 άνδρες) υπό τον ταγματάρχη Σωνιέρο. Εκεί πήγε και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με το σώμα του, που συγκαταριθμούσε 50 περίπου ανώτερους και κατώτερους αξιωματικούς. Τον Κολοκοτρώνη ο Αυγουστίνος, πιθανόν για λόγους γοήτρου, δεν τον υπήγαγε στις διαταγές του Τζαβέλλα, που είχε διορισθεί αρχηγός του πεζικού, αλλά τον διόρισε ανεξάρτητο σωματάρχη. Ακόμη συγκεντρώθηκαν εκεί το άτακτο ιππικό του Χατζηχρήστου, το τακτικό του Καλλέργη, η πεντακοσιαρχία του Κ. Βέρη, τα σώματα των Ρουμελιωτών οπλαρχηγών Μαστραπά, Ρούκη και Γιάννη Μακρυγιάννη, ένας λόχος μηχανικού υπό τον Κερκυραίο Σταμάτη Βούλγαρη και η μοίρα του Ανδρέα Μιαούλη με τη φρεγάτα «Ελλάς», στην οποία βρισκόταν και ο Αυγουστίνος από τις 5 Μαρτίου 1829.
Στεριάς πελάγου τό ’ζωσαν το Κάστρο οι πολεμάρχοι·
Μα έχει τις ντάπιες του ψηλές, ζυγά έχει τα μεντένια.
Κανένας δεν το πάτησεν απ' τον καιρό που υπάρχει
Κι εσύ, Πάνο Βενέτικε, μη βάνεις τέτοιαν έγνοια!
Ο Λόρδος το λιμπίζεται μα ο Χάρος του το αρνιέται!
Όλα τα κάστρα πέσανε δεν πέφτει μόνο εκείνο!
Σαν τουρκονήσι ατούρκευτο χρόνους οχτώ κρατιέται
και στέλνει απάνω στους οχτώ κλειδί στον Αυγουστίνο!
[Κάστρο Ναυπάκτου]: Γ. Αθάνας, Τραγούδια των βουνών, Σειρά δεύτερη, 144, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1980, σ. 164.
Στη συνέχεια και στο κύριο μέρος της αποψινής ομιλίας θα παρουσιάσουμε αδρομερώς τους Σουλιώτες οπλαρχηγούς που πρωταγωνίστησαν στην πολιορκία και στην παράδοση τελικά του Κάστρου της Ναυπάκτου στις ελληνικές δυνάμεις από τους τελευταίους Οθωμανούς υπερασπιστές του.
Θα αναφερθούμε πρώτα σε δύο μέλη της πολυάριθμης φάρας (μερίδας) των Τζ(ι)αβελάτων, δηλαδή στον Κίτσο και στον Νικολό Τζαβέλλα, στη συνέχεια στον Νότη Μπότσαρη της μερίδας των Μποτσαράτων και ακολούθως σε μερικούς ακόμη επιφανείς Σουλιώτες οπλαρχηγούς.
Ο Κίτσος (1801-1855) Χιλίαρχος της Α΄ Χιλιαρχίας, Σουλιώτης οπλαρχηγός και αργότερα πρωθυπουργός και πολλές φορές υπουργός, ήταν δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλλα. Μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Έγινε οπλαρχηγός της πολυάριθμης φάρας (μερίδας) των Τζ(ι)αβελάτων, κατά την επιστροφή των Σουλιωτών στην πατρίδα τους το 1820, σε ηλικία 19 ετών, αν και δευτερότοκος, λόγω της φρόνησης και της ανδρείας του, αφού ο πατέρας του είχε πεθάνει στην Κέρκυρα. Τότε πήγε στην Πίζα της Ιταλίας για προμήθεια πολεμοφοδίων και συνεννόηση με τους παράγοντες της Φιλικής Εταιρείας και ιδίως με τον αρχιεπίσκοπο Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο. Από την Ιταλία ο Κίτσος επέστρεψε το 1822 και έφτασε στο Αιτωλικό, όπου έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στο Κεφαλόβρυσο με το Μάρκο Μπότσαρη, στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (25/10-31/12/1822), στο Καρπενήσι, όπου σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης, στην Καλιακούδα (1823), στην Άμπλιανη (1824), στο Κρεμμύδι και στο Δίστομο (1825), στην Κλείσοβα κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και στην ηρωική Έξοδο (1825-1826), στην Αττική με τον Καραϊσκάκη κ. ά..
Στην πολιορκία του Κάστρου της Ναυπάκτου, η πρώτη Χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα, η πεντακοσιαρχία του Νικολού Τζαβέλλα, τα σώματα του Γιάννη Φαρμάκη και Βασ. Μαστραπά κατέλαβαν κατά την πολιορκία την ανατολική πλευρά του Κάστρου, από το Κεφαλόβρυσο (Γρίμποβο) μέχρι την κορυφή (Ίτς-καλέ).
Ας μιλήσουμε όμως με συντομία για τις Χιλιαρχίες. Ο Ιωάννης Καποδίστριας αποφάσισε να εντάξει τα σώματα των ατάκτων σε ημιτακτικούς σχηματισμούς, μετασχηματίζοντάς τα βαθμιαία σε τακτικά, έχοντας περιορισμένα περιθώρια επιλογής ως προς το έμψυχο υλικό που είχε στη διάθεσή του. Στην πρώτη φάση της οργάνωσης του στρατού, αυτή των Χιλιαρχιών, περιόρισε τον αριθμό των ενόπλων από 25.000 περίπου σε 8.000, αποκλείοντας τη συντριπτική πλειοψηφία των Πελοποννησίων, μειώνοντας σημαντικά τους Ρουμελιώτες και προωθώντας συγχρόνως τους ετερόχθονες Σουλιώτες –ως λιγότερο επικίνδυνους– σε ανώτατες και ανώτερες στρατιωτικές θέσεις.
Η διοίκηση της πρώτης Χιλιαρχίας που συγκροτήθηκε με την υπόσχεση αλλά και την προτροπή του Καποδίστρια, δόθηκε στον Κίτσο Τζαβέλλα. Η προτίμηση του Κυβερνήτη προς τον Σουλιώτη οπλαρχηγό, έδωσε την ευκαιρία στους αντίπαλους του θεσμού να αναθερμάνουν την παραδοσιακή αντιζηλία Σουλιωτών-Ρουμελιωτών και να δημιουργήσουν κάποιες επιπλοκές στη συγκρότηση της Χιλιαρχίας. Ως πεντακοσίαρχοι εκλέχτηκαν από τις σουλιώτικες στρατιωτικές «φάρες» που ακολουθούσαν τους Τζαβελλαίους ο Χρήστος Φωτομάρας, γιος του Νάση, και ο Γιαννούσης Πανομάρας, στρατιωτικοί με αξιόλογη πολεμική δράση και με ισχύ μεταξύ των Σουλιωτών.
Η Α' Χιλιαρχία, από 670 άνδρες αρχικά, είναι καθαρά «σουλιώτικη». Όλοι οι εκατόνταρχοι και οι πεντηκόνταρχοι, καθώς και η πλειοψηφία των υπόλοιπων βαθμών, ήταν Σουλιώτες. Οι λόγοι που ώθησαν τον Κυβερνήτη να δεχθεί σύσταση αμιγούς Χιλιαρχίας, γεγονός ριζικά αντίθετο με τις εξαγγελίες και τις προθέσεις του χιλιαρχικού Οργανισμού για συγκρότηση εθνικού στρατού, συνδέονται με την αδυναμία στρατιωτικής συνύπαρξης Σουλιωτών-Ρουμελιωτών, αλλά και με την πρόθεση του Καποδίστρια να ευνοήσει και να κολακέψει τους Σουλιώτες, ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως στήριγμα του καθεστώτος του.
Η πρώτη Χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα, η πεντακοσιαρχία του Νικολού Τζαβέλλα, τα σώματα του Γιάννη Φαρμάκη και Βασ. Μαστραπά κατέλαβαν κατά την πολιορκία την ανατολική πλευρά του Κάστρου, από το Κεφαλόβρυσο (Γρίμποβο) μέχρι την κορυφή (Ίτς-καλέ).
Ο Κίτσος Τζαβέλλας έμεινε πιστός στην καποδιστριακή μερίδα και μετά από τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη (στο κέντρο της Πελοποννήσου εκείνος, στην Πάτρα ο Τζαβέλλας) προέβαλαν ισχυρότατη αντίσταση στους οπλαρχηγούς της αντικαποδιστριακής μερίδας που κινήθηκαν προς την Πελοπόννησο. Επίσης, μαζί με τον Κολοκοτρώνη πήραν την πρωτοβουλία και προσκάλεσαν κατά τα τέλη Αυγούστου 1832 όλους τους Πελοποννήσιους και Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς στο Άργος, όπου συσκέφτηκαν για τα γενικά συμφέροντα του έθνους, αλλά μάταια, γιατί η ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων δεν επέτρεψε την επικράτηση των στρατιωτικών.
Ο Νικόλαος (Νικολός) Τζαβέλλας (1790-1872), πρωτότοκος γιος του Φώτου, αδελφός του Κίτσου, φαίνεται ότι δεν έγινε αποδεκτός ως αρχηγός του γένους του, μετά τον θάνατο του πατέρα του στην Κέρκυρα, προφανώς λόγω έλλειψης των απαιτούμενων προσόντων εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του. Γι’ αυτό εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει, μαζί με την οικογένειά του, το νησί και να καταφύγει για μικρό χρονικό διάστημα στον Αλή πασά. Υπηρέτησε στο γαλλικό στρατό, στην ελληνική λεγεώνα και στη συνέχεια στους Ρώσους και Άγγλους που είχαν καταλάβει τα Επτάνησα. Κατά την ελληνική επανάσταση κατέβηκε στην κυρίως Ελλάδα και έλαβε ενεργό μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις. Του αποδόθηκε η διοίκηση ανεξάρτητης Πεντακοσιαρχίας από τον Καποδίστρια αποτελούμενης από 184 άνδρες στο τέλος του 1828 (Σεπτέμβριος - Νοέμβριος). Έφθασε μέχρι το βαθμό του υποστρατήγου.
Ο Νότης Μπότσαρης οπλαρχηγός της πολυάριθμης φάρας (μερίδας) των Βοτζαράτων ή Μποτσαράτων (Μποτσαραίων) γεννήθηκε το 1756 στο Κακοσούλι και πέθανε την 21η Οκτωβρίου 1841 στη Ναύπακτο, όπου και αναπαύονται τα ιερά του οστά. Το όνομά του Νότης ήταν υποκοριστικό μάλλον του Κωνσταντίνος και όχι του Παναγιώτης, όπως η οικογένειά του παραδέχεται. Γόνος και απόγονος πολεμάρχων, είχε μέσα στο αίμα του και μέσα στο σπέρμα του το πνεύμα της ανεξαρτησίας και τον έρωτα της ελευθερίας. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Μπότσαρης, που είχε γεννηθεί τό 1719 και πέθανε πιθανώς το 1801. Πάππος του ήταν ο Κυριάκος Μπότσαρης, που γεννήθηκε το 1685 και πέθανε το 1750. Προππάπος του ήταν ο Σπύρος Μπότσαρης, που γεννήθηκε το 1655 και πέθανε το 1740. Μητέρα του ήταν η Δέσπω, το γένος Κουτσονίκα. Σύζυγός του η Χριστίνα, το γένος Γεωργ. Μπέκα από τη Σαμονίβα. Αδέρφια του Νότη ήταν πρώτος ο Τούσιας (Δημήτριος) (1750-1792), που διακρίθηκε στο νικηφόρο πόλεμο του 1792, κατατρόπωσε τον διάσημο Αλβανό αρχηγό Γκιολέκα, αλλά δολοφονήθηκε λίγο αργότερα από όργανα του Αλή Πασά. Δεύτερος ήταν ο Κίτσος (1753-1813), πολέμαρχος που διακρίθηκε το 1803 στο Ζάλογγο. Πολέμησε κατά των Τούρκων με τον παππού και τον πατέρα του στο Σούλι. Αιχμαλωτίστηκε κατά την έξοδο των Σουλιωτών στη Βρεστενίτσα και φυλακίστηκε στο κάστρο της Κλεισούρας, απ’ όπου δραπέτευσε και κατέφυγε στα Επτάνησα, στα οποία αναδείχθηκε αρχηγός των Σουλιωτών. Στα 1820 –μετά την στάση του Αλή πασά κατά του σουλτάνου– συνεργάστηκε με τα σουλτανικά στρατεύματα, αλλά επειδή οι Τούρκοι αρνήθηκαν να επιτρέψουν στους Σουλιώτες να εγκατασταθούν ξανά στο Σούλι, ήρθε σε συνεννόηση με τον Αλή πασά και πολέμησε τα σουλτανικά στρατεύματα μαζί με τον ανεψιό του Μάρκο. Εκεί τους ξαναβρίσκουμε με την Επανάσταση του 1821, αλλά στη συνέχεια αναγκάστηκε να παραδώσει το Σούλι και να καταφύγει στην κυρίως Ελλάδα, όπου έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στο Καρπενήσι, όπου σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης, στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και στην ηρωική Έξοδο (1825-1826). “Εις την θρυλικήν έξοδον της φρουράς του Μεσολογγίου ήτο Αρχηγός της μιας των τριών φαλαγγών, την οποίαν ωδήγησεν όσον ήτο δυνατόν καλύτερον ως αποδεικνύει και η μικροτέρα σχετικώς φθορά την οποίαν έπαθεν”. Δικαίως γράφει ο Φίνλεϋ ότι «συνετώτερον και ανδρειότερον του Νότη Μπότσαρη και του Κίτσου Τζαβέλα ολίγοι ηδύναντο να εκτελέσουν την ένδοξον ταύτην και επικινδυνωδεστάτην έξοδον».
«Ό Νότης, συνεχίζων και μετά ταύτα την πολεμική του δράσι, ετραυματίσθη σοβαρώς στη μάχη του Διστόμου όπου συμμετείχε με τον Καραϊσκάκη καί αποσύρθηκε εβδομηκοντούτης από τον εμπόλεμο βίο. Συνέπραξεν εν τούτοις το 1829 στην εκπολιόρκησι της Ναυπάκτου, όπου και εγκαταστάθηκε με το μεγαλύτερο μέρος των Σουλιωτών, μετά την οριστική της απελευθέρωσι. Τελευταία του πολεμική εμφάνισι είναι τον Απρίλη του 1829 στην πολιορκία και παράδοσι του φρουρίου της Ναυπάκτου, όπου και εγκαθίσταται οικογενειακώς, μαζί με τις περισσότερες Σουλιώτικες φάρες: τους Τζαβελαίους, τους Βεϊκαίους, τους Δρακαίους, τους Φωτομαραίους, τους Πανομαραίους. Οι Μποτσαραίοι ήταν το 1789 στο Σούλι 250. Όταν το 1829, μετά 40 χρόνια μετρήθηκαν στη Ναύπακτο, βρέθηκαν μόνον 12. Οι 238 είχαν πέσει υπέρ Πατρίδος! Έλαβεν επί Όθωνος τον βαθμό του Υποστρατήγου, έζησε δε, τιμώμενος από όλους, μέχρι του 1841, οπότε απέθανε στη Ναύπακτο, σε ηλικία 85 ετών. Ετάφη στο εκεί Νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής, η δε Κοινότης Ναυπάκτου, αποτίουσα φόρον τιμής και ευγνωμοσύνης, έχει εντοιχίσει στον φερώνυμον ναόν, κατά τας εορτάς της εκατονταετηρίδος (1930), μαρμάρινη πλάκα εις αιωνίαν μνήμην του γηραιού πολεμάρχου του Σουλίου και ηρωϊκού προμάχου της Εθνικής Ανεξαρτησίας».
Το θάνατο του Νότη Μπότσαρη στη Ναύπακτο, μακριά από το αιματοποτισμένο του Σούλι, έχει αφηγηθεί επιγραμματικά ο ποιητής Γιώργος Αθάνας:
Ο Γερο-Νότης κάθεται στου Επάχτου το μιντένι
και βάνει βίγλα στο βοριά, στη δύση καραούλι,
μαλώνει με την Κλόκοβα που δε χαμοκονταίνει,
να ιδή της Κιάφας τα βουνά, να ιδή το Κακοσούλι!
Φιλεί το καριοφίλι του, φιλεί το γιαταγάνι:
πολλά κάστρα λευτέρωσαν, το Κούγκι του όχι ακόμα...
Δεν κλαίει που ’ρθαν γεράματα, δεν κλαίει πως θα πεθάνη,
μόν’ κλαίει θ’ αφήση το κορμί στης Ρούμελης το χώμα…
[Ο Γέρο-Νότης]: Γ. Αθάνας, Τραγούδια των βουνών, Σειρά πρώτη, 149, Εκδόσεις «Άλφα» Ι. Μ. Σκατζίκη, [Αθήνα], σ. 165.
Χρήστος Φωτομάρας: Σουλιώτης καπετάνιος, ξάδελφος του Κίτσου και του Νικολού Τζαβέλλα. Πήρε μέρος στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου και παρέμεινε, με το σώμα του, στην πόλη μέχρι την πτώση της. Πρωταγωνίστησε, μαζί με τον πεθερό του Δημητράκη Πλαπούτα, στη μάχη της Καυκαριάς. Επί Καποδίστρια διετέλεσε πεντακοσίαρχος και αργότερα διοικητής ελαφρού τάγματος.
Γιαννούσης Πανομάρας: Σουλιώτης καπετάνιος. Άνδρας μικρόσωμος αλλά με σπάνια γενναιότητα, πήρε μέρος σε σειρά από μάχες στην Ανατολική και Δυτική Στερεά. Διετέλεσε υπασπιστής του Γ. Καραϊσκάκη και επί Καποδίστρια
πεντακοσίαρχος και αργότερα διοικητής ελαφρού τάγματος.
Κων. Λάμπρου Βέϊκος: Γιος του Λάμπρου Βέικου, αρχηγού της πολυάριθμης φάρας (μερίδας) των Βεικέων - Ζαρμπαίων (Ζαρμπάτων ή Ζαρμπαχάτων) που σκοτώθηκε στη μάχη του ανάλατου της Αθήνας στις 24 Απριλίου 1827 και τον οποίο διαδέχθηκε στην αρχηγία του γένους σε ηλικία 13 ετών. Επί Καποδίστρια διετέλεσε εκατόνταρχος της Α΄ Χιλιαρχίας σε πολύ νεαρή ηλικία (15 χρονών) και αργότερα υποταγματάρχης του Α΄ ελαφρού τάγματος της Δυτικής Στερεάς.
Με την απελευθέρωση εγκαταστάθηκαν σταδιακά μεταξύ 1829-1831 στη Ναύπακτο 129 οικογένειες Σουλιωτών, όπως οι οικογένειες Τζαβέλλα, Μπότσαρη, Αποστόλου, Βέϊκου, Δημουνίτσα, Δούση, Δράκου, Κοντούλα, Μελιγκιώτη, Πανομάρα, Πάσχου, Πάτση, Ρούγκα, Φωτομάρα, από μερικές των οποίων υπάρχουν σήμερα απόγονοι.
Τελειώνοντας, πιστεύουμε ότι η αποψινή ομιλία*** θα αποτελέσει το έναυσμα, την αφορμή για περαιτέρω μελέτη της τοπικής ιστορίας και ειδικά της Απελευθέρωσης της Ναυπάκτου, για να πραγματωθεί το απόφθεγμα του τραγικού ποιητή Ευριπίδη: « Όλβιος όστις της ιστορίης έσχε μάθησιν».
***Το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί την ομιλία του κ.Τριψιάνου κατά την εορταστική εκδήλωση του Δήμου Ναυπακτίας για την 187η Επέτειο της Απελευθέρωης της πόλης από τον Οθωμανικό ζυγό την 18η Απριλίου 1829.
Συνημμένα:
- Κατάλογος ονομαστικός των οικογενειών διά την διανομήν τροφών από αην Ιουλίου μέχρι 31 του αυτού 1831 (Διονυσίου Μιτάκη, «Εποίκηση Ηπειρωτών στην Αιτωλία», Ανάτυπο από τα Ναυπακτιακά, τόμ. Δ΄(1988-89) της Ε.ΝΑ.Μ., Αθήνα 1989, σσ.117-119)
- Κατάλογος των εν τη Ναυπάκτω κατοικουσών Σουλιωτικών οικογενειών Εν Ναυπάκτω την 14 Μαΐου 1834 (Διονυσίου Μιτάκη, «Εποίκηση Ηπειρωτών στην Αιτωλία», Ανάτυπο από τα Ναυπακτιακά, τόμ. Δ΄(1988-89) της Ε.ΝΑ.Μ., Αθήνα 1989, σσ.142-147)