Το "Καστέλλι" της Ρούμελης
Το Κάστρο του Αντιρρίου είναι κτισμένο στο νοτιότερο άκρο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, απέναντι από την Πελοπόννησο, κάτω από τη σύγχρονη γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου, δίπλα στο λιμάνι όπου παλιά έδεναν τα φερρυ μπωτ της ακτοπλοϊκής γραμμής που παλιά ένωνε την Πελοπόννησο με τη Δυτική Ελλάδα.
Τοποθεσία και Στρατηγική Σημασία
Το Αντίρριο, λόγω της θέσης του, που ένωνε και χώριζε τους κόλπους και ήταν το μοναδικό πέρασμα από την Λοκρίδα και την Αιτωλία για την Αχαΐα, χρησιμοποιείτο ως λιμάνι όλες τις εποχές. Το αρχαίο λιμάνι εντοπίσθηκε βυθισμένο στη θάλασσα δυτικά του Αντιρρίου. Το Αντίρριο ήταν γνωστό ως Μολυκρικόν Ρίον ή Μολύκριον Ρίον, γιατί βρισκόταν στην περιφέρεια της αρχαίας πόλης Μολύκρειας. Γύρω στα 459 π.Χ. οι Αθηναίοι κατέλαβαν τη Ναύπακτο και στη συνέχεια το Μολύκρειον, επομένως και το Αντίρριο. Το 338 π.Χ. η Ναύπακτος περιέρχεται στους Αιτωλούς. Την ακολουθούν η Μολύκρεια, η Μακύνεια και το Αντίρριο που πλέον ανήκουν στην Αιτωλική Συμπολιτεία και συμπορεύονται με τους Αιτωλούς.
Ιστορία
Το Αντίρριο, λόγω της στρατηγικής του θέσης, διαδραμάτισε τη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή εποχή σημαντικό ρόλο. Ακολούθησε τη μοίρα της Ναυπάκτου, όταν παραδόθηκε το 1499 κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του ενετοτουρκικού πολέμου από τους Ενετούς στους Οθωμανούς.
Τότε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β’ βλέποντας τη στρατηγική σημασία του “στενού” ασφάλισε την είσοδο με την ανέγερση δύο φρουρίων στα δυο ακρωτήρια (Ρίο του Μοριά και Ρίο της Ρούμελης), πάνω σε αρχαία θεμέλια, σε διάστημα μόνον τριών μηνών
Από τον 17ο αι. ο πορθμός των Ρίων για την ισχυρή του θέση ονομάσθηκε Δαρδανέλια της Ναυπάκτου (Dɑrdɑneli di Lepɑnto) και το Αντίρριο Καστέλι της Ρούμελης (Roumeli Cɑstle), ενώ το αντικρινό Ρίο Καστέλι του Μοριά (Moreɑs Cɑstle). Το Αντίρριο κατά την Τουρκοκρατία ανήκε στον καζά (επαρχία) του Βενέτικου και ιδιαίτερα στο Κάτω Βενέτικο.
Η οχυρότητα της θέσης τονιζόταν με την παροιμιώδη έκφραση “ούτε πουλί δεν πετάει ανάμεσα στα κάστρα”. Το κάστρο του Αντιρρίου διανύει μια μακρά περίοδο καταστροφών και επισκευών. Το 1532 πολιορκήθηκε από το Γενοβέζο ναύαρχο Andrea Doria, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του μονάρχη των Αψβούργων, Καρόλου Ε'. Οι Οθωμανοί αρχικά αντιστάθηκαν, αλλά στη συνέχεια, υποχωρώντας, το ανατίναξαν.
Το οχυρό εγκαταλείφθηκε για ένα χρόνο, οχυρώθηκε όμως ξανά από τους Οθωμανούς το 1533. Το 1543 ο Οθωμανός πειρατής και ναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα μετέφερε στο κάστρο ισχυρές μονάδες πυροβολικού από τη Ναύπακτο.
Το 1603, το φρούριο καταστράφηκε από τους Ιππότες της Μάλτας και ξανακτίστηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι το ανατίναξαν το 1687, όταν ο Francesco Morosini τους ανάγκασε να το εγκαταλείψουν. Το 1687 το κάστρο πιθανόν κτίζεται εκ νέου με σχέδια Eνετών μηχανικών. Οι Ενετοί πιθανόν το είχαν υπό την εποπτεία τους ως το 1699 οπότε με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς παραχωρήθηκε στους Οθωμανούς στους οποίους παρέμεινε έως το 1829, οπότε παραδόθηκε στους Έλληνες.
Η συνθήκη παράδοσης του φρουρίου στους Έλληνες υπογράφηκε στις 13 Mαρτίου 1829 και το Καστέλι, όπως λεγόταν το Αντίρριο, περιήλθε στην ελληνική πολιτεία. Μετεπαναστατικά ανήκε στην Επαρχία Ναυπάκτου και Βενέτικου (Ναυπακτοβενέτικο) μέχρι τα 1833 που ιδρύθηκε η Επαρχία Ναυπακτίας. Το φρούριο, κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, χρησιμοποιήθηκε σαν στρατιωτικό φυλάκιο.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Στη σημερινή του μορφή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επιθαλάσσιου οχυρού ενετικής κυρίως αρχιτεκτονικής. Η κάτοψή του είναι σχεδόν εξάγωνη με πολυγωνικούς προμαχώνες στις γωνίες του. Περιβάλλεται στις τρεις πλευρές του από θάλασσα και υγρή τάφρο στο βόρειο τμήμα του, η οποία και το απομόνωνε από την ξηρά. Ερείπια προκεχωρημένων οχυρώσεων προς το εσωτερικό της Αιτωλίας με τη μορφή τάφρου και επιμήκους τείχους που αποκόπτουν τη χερσόνησο από την ενδοχώρα, εντοπίστηκαν σε απόσταση 600 μ. από το κάστρο.
Το σωζόμενο οχυρό περιλαμβάνει κυρίως το περιμετρικό τείχος το οποίο διαμορφώνεται με ευθύγραμμη συμπαγή τοιχοποιία, περιμετρικό περίδρομο , διαδοχικές επάλξεις και κανονιοθυρίδες με μέτωπο προς τη θάλασσα. Χαρακτηριστικό είναι το ημικυλινδρικό εξέχον κυμάτιο (cordone) στη βάση του παραπέτου που περιτρέχει εξωτερικά το τείχος. Η κεντρική πύλη του κάστρου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του και οδηγεί μέσω ενός τοξωτού διαδρόμου στο εσωτερικό.
Οι κυριότερες μαρτυρίες για το κάστρο αφορούν πηγές του 17ου αι. που αναφέρουν ότι μέσα στο κάστρο του Αντιρρίου υπήρχαν περισσότερα από 89 σπίτια, ισλαμικό τέμενος του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β', μικρό τέμενος (μεστζίτ) του σουλτάνου Σουλεϊμάν και ένα τουρκικό λουτρό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο Φάρος του Κάστρου στη νότια πλευρά του τείχους, πάνω στη θάλασσα (τελευταίο μισό του 19ου αιώνα).
Επίσης στο δυτική προβλήτα δεσπόζει ο Ναός του Αγίου Νικολάου, επί παλαιών θεμελίων. Όμως αυτό που δεσπόζει στην περιοχή -και επισκιάζει το κάστρο- είναι ένα σύγχρονο έργο, η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, που έχει ονομαστεί “Χαρίλαος Τρικούπης” προς τιμήν του πολιτικού, που πρώτος την οραματίστηκε.
Σήμερα στο Κάστρο του Αντιρρίου υπάρχουν εργαστήρια συντήρησης της 22ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων και αίθουσες για διοργάνωση εικαστικών εκθέσεων. Το καλοκαίρι στον ευρύχωρο εσωτερικό περίβολο διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις
πηγή: kastra.eu
ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Το ωράριο λειτουργίας του Κάστρου Αντιρρίου, διαμορφώνεται ως εξής: 8:30’-15:30’.
Διευκρινίζεται ότι η προσέλευση των επισκεπτών στους αρχαιολογικούς χώρους επιτρέπεται έως και 20′ λεπτά πριν τη λήξη του ωραρίου.
Σημείωση: Οι αρχαιολογικοί χώροι του Δήμου Ναυπακτίας παραμένουν ανοικτοί καθημερινά πλην Τρίτης.