Απελευθέρωση της Ναυπάκτου
Όπως είναι γνωστό, πολύ πριν την άλωση της Πόλης, στις 29 Μαΐου του 1453, η Ναύπακτος βρισκόταν υπό ενετική κατοχή από του 1407, μια κατοχή που διήρκεσε μέχρι το 1499, ότε και παραδόθηκε στον Τούρκο κατακτητή. Η Τουρκική κατοχή και εξουσία διακόπηκε μεταξύ των ετών 1687 και 1700, για να παραδοθεί και πάλι, από την ενδιάμεση αυτή ενετική εξουσία, στον τούρκο δυνάστη.
Έτσι, από το 1407 μέχρι και τις 18 Απριλίου του 1829 δεν ανέπνευσε η πόλη μας τον άνεμο της ελευθερίας, κάστρο αυτή άπαρτο, χάρη στις πέντε γραμμές αμυνάς της, όπως λέει και το δημοτικό μας τραγούδι:
Κανένας δεν το πάτησε
το κάστρο του Επάχτου…
Πρώτη γραμμή άμυνας το περιμετρικό τείχος, που αρχίζει από την κορυφή της Ακρόπολης, το λεγόμενο τότε Ιτς Καλέ, και καταλήγει στο λιμάνι με τρείς πλάγιες έξοδες: μια στα Μποτσαρέϊκα, μια δεύτερη κοντά στον Άγιο Δημήτριο, καθώς κατεβαίνει το τείχος απ’ το ρολόϊ και δενότανε με το μουράγιο, και τρίτη έξοδο ψηλά στο Φαλτσοπόρτι. Δεύτερη γραμμή άμυνας, το τείχος στο ύψος του Ρολογιού, όπου συναντάμε ανεβαίνοντας τη Σιδηρόπορτα με τη βρύση αριστερά. Τρίτη πιο πάνω από την Τάπια του Τσαούση, με το τείχος που εκτείνεται νότια της Ακρόπολης με τη μικρότερη σιδερόπορτα, πάνω απ’ την οποία υπάρχει εντοιχισμένη η πλάκα με τα λιοντάρια της Βενετίας. Τέταρτη γραμμή, το τείχος καθώς ανηφορίζουμε προς τον Προφήτη Ηλία, και πέμπτη, η τελευταία, λίγο πιο πάνω απ’ το εκκλησάκι, το τείχος απ’ όπου αρχίζει η ανηφοριά με το καλντερίμι, ως τελευταία γραμμή άμυνας, για την οποία η παράδοση λέγει, ότι οι πολιορκούμενοι είχαν με υπόγεια διάβαση επικοινωνία με το κάστρο του Αντιρρίου.
Έτσι οχυρωμένη η Ναύπακτος και προστατευόμενη από το κάστρο της και τα βαριά κανόνια του και τα οχυρά του Ρίου και του Αντιρρίου, αλλά και προστατεύοντας τα κάστρα αυτά, ήταν το ορμητήριο, ο σταθμός ανεφοδιασμού και το καταφύγιο του τουρκικού στόλου, που, ελέγχοντας τον Κορινθιακό, τον Πατραϊκό και το Ιόνιο, επεξέτεινε την τουρκική κυριαρχία στην ευρύτερη αυτή περιοχή της Δυτικής Στερεάς και στη θάλασσα της. Για το λόγο αυτό, η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση, που καταστάθηκε ευθύς με την έναρξη του αγώνα της Εθνεγερσίας, έταξε ως πρωταρχικό της χρέος την άλωση της πόλης μας, που ήταν το στρατηγικό κλειδί της ευρύτερης αυτής περιοχής. Με αυτή την εκτίμηση της Ναυπάκτου ως στρατηγικού οχυρού ευρύτερης σημασίας, μοίρα του ελληνικού στόλου, αποτελούμενη από δέκα σπετσιώτικα, και υδραΐκά πλοία, εισέρχεται στις 21 Μαΐου 1821 στον Πατραϊκό, με σκοπό την πολιορκία και την άλωση της πόλης μας, με την ενίσχυση των στρατιωτικών τμημάτων του Διαμαντή Χορμόβα, του Κωστάκη Σαδήμα, και του Γιώργου Πιλάλα.
Υπό τους κανονιοβολισμούς των επάκτιων πυροβόλων των φρουρίων του Ρίου και του Αντιρρίου, πρώτος διαπλέει το στενό ο Αδριανός Σωτηρίου και την επόμενη, ανακανονιοβολώντας εισέρχονται στον Κορινθιακό ο Μιαούλης και ο Μπότασης, για να αγκυροβολήσουν μπροστά σε αμμώδη ακτή, σε απόσταση δύο βολών τηλεβόλου από το φρούριο της Ναυπάκτου, όπου κατέπλευσαν και τρία γαλαξειδιώτικα. Σε σύσκεψη των οπλαρχηγών και των ναυμάχων, η οποία απεικονίζεται στο φυλασσόμενο στο ανάκτορο των Βερσαλλιών πίνακα του γάλλου Λεμπλάν, αποφασίστηκε η έφοδος πρώτα κατά του Αντιρρίου. Στις 24 του ίδιου μήνα, οι επαναστατικές δυνάμεις κατέλαβαν τη μεταξύ Αντιρρίου και Ναυπάκτου οχυρή θέση Παναγιά, διακόπτοντας έτσι την μεταξύ τους επικοινωνία, μετέφεραν δε από τα πλοία στην ακτή πυροβόλα με αρχηγό της κανονιοστοιχίας το σπετσιώτη πλοίαρχο Μανώλη Ορλάνδο. Έτσι στις 25 άρχισε σφοδρός κανονιοβολισμός του Αντιρρίου και της πόλης μας, την οποία έκαψαν οι τούρκος και αποσύρθηκαν με τις οικογένειες τους στην ακρόπολη του φρουρίου, για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Την άλλη μέρα, ο Διαμαντής Χορμόβας, αμετάπειστος για τον κίνδυνο του εγχειρήματος του, εξορμά με τα παλλικάρια του για την κατάληψη Αντιρρίου, και, ανεβασμένος στις επάλξεις του σωριάζεται νεκρός.
Μετά την αποτυχία αυτή, αποφασίστηκε η πυρπόληση του προ της Ναυπάκτου, τουρκικού στόλου με πρωτεργάτες τον υποπλοίαρχο Μυριαλή, καπετάνιο στο τριάρμενο του Νικολάου Μπόταση, και το ναύτη Γεώργιο Παξινό.
Να πως περιγράφει το εγχείρημα αυτό ο Ι. Θανασόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας, που επέβαινε στο πλοίο «Λυκούργος»:
«… ο Γεώργιος Παξινός ερρίφθη ως ήρωας από κάτω είς τον Έπαχτο με το μπουρλότο, όπου έμενε μοναχός μέσα. Το μπουρλότο ορτσάριζεν και η λάβρα της φωτιάς τον εκατσάριζεν από την κονβέρταν. Κι αυτός με την τρουμπέτα: Ελευθερία, μας έλεγε, ζητάμε μωρ’ αδέλφια». Εις μάτην ο Μυριαλής, που επέβαινε στη βάρκα της ακολουθίας, τον καλούσε να εγκαταλείψει το πυρπολικό, αφού απρόβλεπτη αλλαγή της φοράς του ανέμου εμπόδιζε το εγχείρημα, και να πέσει στη θάλασσα, για να διασωθεί. Αυτός συνέχισε το παράτολμο ταξίδι του, πιάστηκε και θανατώθηκε στην είσοδο του λιμανιού, όπου σήμερα ο συμβολικός αδριάντας του. Υπό τη δυσμενή αυτή εξέλιξη και απο έλλειψη πυρομαχικών και εφοδίων, τα πλοία αναγκάστηκαν να αποπλεύσουν. Έτσι απέτυχε η πολιορκία των δύο οχυρών, εγκαταλείφθηκε ο Κορινθιακός και ο Πατραϊκός και η Ναύπακτος συνέχιζε τη δουλεία της. Η ανάγκη απελευθέρωσης της Ναυπάκτου, λόγω της ευρύτερης στρατηγικής της θέσης, απασχολούσε και τους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς. Στα χρόνια του Λόρδου Βύρωνα, η ανάγκη αυτή προβλήθηκε ακόμη εντονώτερη, δεδομένου ότι κανένα από τα φρούρια στη Δυτική Ελλάδα, κυρίως δε αυτό της Ναυπάκτου, που από στρατηγική άποψη, ήταν το σημαντικότερο, δεν ήταν ελληνικό. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Μεσολόγγι, προτάθηκε εκστρατεία για την κατάληψη της πόλης μας, η οποία μάλιστα κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες στερείταν τροφίμων, οπότε θα ήταν υποχρεωμένη να παραδοθεί, αποκλειόμενη από την ξηρά από τις υπάρχουσες επαρκείς δυνάμεις, υπό την αρχηγία του Μεταξά, και από την θάλασσα από το ναυτικό με ηγούμενο του τον ίδιο τον Βύρωνα. Δυστυχώς η εκστρατεία αυτή δεν πραγματοποιήθηκε από αντίδραση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, που υπεστήριξε, ότι ήταν αδύνατο να οργανωθεί αμέσως η επιχείρηση αυτή, λόγω της δριμύτητας του χειμώνα και της ανεπάρκειας των εφοδίων, καίτοι ο άγγλος συνταγματάρχης Στάνχωπ έγκαιρα προειδοποιούσε, ότι «η άλωση της Ναυπάκτου θα εξασφαλίσει, σχεδόν, της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και θα συντομεύσει τον αγώνα της, πιθανόν κατά πολλά έτη». Με τη ματαίωση της εκστρατείας αυτής κατά του φρουρίου της πόλης μας, που μελετούσε και προετοίμαζε ο Λόρδος Βύρων, η Ναύπακτος καταδικάστηκε για πέντε ακόμη χρόνια στη σκλαβιά κι έτσι έμεινε απραγματοποίητο το όνειρο του Βύρωνα, για τον οποίο έγραψε σ’ ένα ποίημα του ο Γ. Αθάνας:
Το στερνό σον τραγούδι τάφο αντρείου ζητούσε,
μα τον Έπαχτου το κάστρο τον αρνήθηκε η Μοίρα…
Γύρω από την πόλη και στην ορεινή Ναυπακτία μαίνονται οι μάχες με πρωταγωνιστές τους Δημοτσέλιο, το Φαρμάκη, το Μακρυγιάννη, το Σαφάκα, το Σωτηρόπουλο, τον Ξύδη, τον Ράγκο, τον Μακρή το Μαστραπά, τον Ιωάννου, τον Πανομάρα, τον Βλαχόπουλο, τον Πάσχο, το Δράκο, το Βέϊκο και άλλους, μεταξύ των οποίων πρωταγωνιστικό ρόλο διεδραμάτισαν ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο ηγούμενος Δαμιανός και οι Φιλικοί Κανναβός, Ξύδης, Μιχαλόπουλος, Δεσποταίος, Ροντήρης, Παπαβιέρος, Καραγιάννης, Πλατανιώτης, Σισμάνης.
Οι μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης εσήμαναν το τέλος της τουρκικής κατοχής στη Στερεά Ελλάδα, στην οποία οι τούρκοι κατείχαν μόνο τα φρούρια της Ναυπάκτου, του Αντιρρίου, και του Μεσολογγίου, και την ανατροπή των ανθελληνικών σχεδίων για τον περιορισμό του ελεύθερου ελληνικού κράτους σε μόνη την Πελοπόννησο με τον καθορισμό ως οριοθετικής γραμμής του Ισθμού της Κορίνθου. Γι αυτό και η μεγάλη στρατιωτική πίεση ασκήθηκε το 1828 και στις αρχές του 1829, ενόψει των διπλωματικών ζυμώσεων, που είχαν αρχίσει το 1827, για να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα με στρατιωτικά μέσα. Στα μέσα αυτά περιλαμβάνεται και η εκστρατεία κατά της Ναυπάκτου, που θεωρείταν το προπύργιο και η κατοχή της θα εβάρυνε στην απόφαση τω προστάτηδων δυνάμεων, για τον καθορισμό των ορίων του νέου ελληνικού κράτους.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1829, ο πληρεξούσιος τοποτηρητής του Κυβερνήτη στην περιοχή μας Αυγουστίνος Καποδίστριας διέταξε τον αποκλεισμό των φρουρίων της Ναυπάκτου, του Αντιρρίου και του Μεσολογγίου, που κατείχαν ακόμη οι τούρκοι, για να είναι, εν όψη της Διάσκεψης των προστατών ελεύθερη η Στερεά Ελλάδα. Το πρωί της 12 Μαρτίου 1829 πλησίασαν το Αντίρριο η φρεγάτα «Ελλάς», στην οποία επέβαινε ο Τοποτηρητής, και μερικά άλλα πλοία, απο δε την ξηρά η χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα και το ιππικό του Χατζηχρήστου. Μετά σφοδρό κανονιοβολισμό, παραδόθηκε την επομένη το φρούριο. Η πτώση του Αντιρρίου και η ακριβής τήρηση των όρων του πρακτικού της παράδοσης ενθάρρυνε την παράδοση της Ναυπάκτου, που πραγματοποιήθηκε μετά στενή πολιορκία και ανηλεή βομβαρδισμό του φρουρίου της. Η τουρκική φρουρά της πόλης μας, αποτελούμενη από πέντε χιλιάδες στρατιώτες υπό τον εμπειροπόλεμο Κιόρ Ιμβραήμ Πασά, φάνηκε προς στιγμή, ότι θα προβάλλει σθεναρή αντίσταση. Γι αυτό τα ελληνικά σώματα, υπό τον Ν. Τζαβέλλα, το Φαρμάκη και το Μαστραπά περιέζωσαν το φρούριο, το δε ιππικό υπό τον Χατζηχρήστο κατεδίωξε τους εκτός των τειχών της πόλης τούρκους στρατιώτες, για να κλειστούν τελικά και αυτοί στο κάστρο, ενώ το πολεμικό «Ελλάς» με πλοίαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη και τα άλλα μικρότερα πλοία, κανονιοβολώντας το φρούριο, απέκοπταν κάθε επικοινωνία της πόλης.
Ο Κασομούλης, στα Στρατιωτικά του Ενθυμήτατα, περιγράφει ως εξής την πολιορκία:
Η πρώτη χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα και τα σώματα του Φαρμάκη και του Μαστραπά κατέλαβαν τη δεξιά πλευρά προς το κάστρο, από το Κεφαλόβρυσο, μέχρι το Ιτς Καλέ, την κορυφή δηλαδή του κάστρου. Ο Χατζηχρήστος με το ιππικό του και το σώμα του Βέρη αναπτύχθηκαν στην αριστερή πλευρά, από τη θάλασσα και μέχρι την κορυφή του, ενώ το πυροβολικό κατέλαβε τον πάνω από το κάστρο λόφο, που λεγόταν «του Βρανά η Ράχη», σήμερα λεγομένη Βαρναράχη, αναγκάστηκαν ν’ αποσυρθούν και ο στρατηγικός για την πολιορκία αυτός λόφος περιήλθε στους έλληνες.
Οι Έλληνες, κατανοώντας, ότι δεν ήταν δυνατή η από τα βόρεια εισβολή, επιχείρησαν να κατασκευάσουν υπόνομο, για να γκρεμίσουν το τείχος στο κυριώτερο μέρος του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Κατά τις ημέρες αυτές της πολιορκίας έφθασε πρό της Ναυπάκτου, εκτιμώντας την ευρύτερη σημασία των πολεμικών αυτών επιχειρήσεων για τον καθορισμό των ορίων του νέου κράτους, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επιβαίνοντας στο ατμοκίνητο πολεμικό «Ερμής». Ο Βεζύρης —Φρούραρχος της Ναυπάκτου Κιόρ Ιμ-βραήμ Πασάς— αντιλαμβανόμενος ότι πλέον έχει φθάσει το τέλος, έστειλε στον Κυβερνήτη τον Αχμέτμπεη, ζητώντας δεκαήμερη ανακωχή, για να κερδίσει χρόνο. Ο Καποδίστριας, εκμεταλευόμενος την ευκαιρία, διερμήνευσε στον Κιόρ Ιμβραήμ Πασά, ότι υπάρχουν ελπίδες αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων με ασφάλεια. Στις 11 Απριλίου υπογράφτηκε η ανακωχή και ο Κυβερνήτης, αφού την επικύρωσε, αναχώρησε για τη Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο.
Μετά πολιορκία μερικών ακόμη ημερών, απελπισμένος ο Πασάς για τη σκοπιμότητα της συνέχισης της άμυνας, διεμήνυσε στον Τοποτηρητή Καποδίστρια, ότι, αν υπάρξουν εγγυήσεις για την εξασφάλιση της φρουράς και των επιθυμούντων να εγκαταλείψουν την πόλη, είναι πρόθυμος να παραδώσει το φρούριο. Υπογράφτηκε το συμφωνητικό της παράδοσης, κατά το οποίο μάλιστα οι τουρκικές οικογένειες θα μεταφερθούν με πλοία στην Πρέβεζα, με δαπάνη της ελληνικής κυβέρνησης, οι στρατιώτες θ’ αναχωρήσουν διά ξηράς, οι δε ελληνικές δυνάμεις δεν θέλουν έμβει, ούτε πλησιάσει στο φρούριο, εάν προηγουμένως δεν εξέλθουν όλοι οι τούρκοι.
Η καθυστέρηση, λόγω της προεργασίας για τη μεταφορά των τουρκικών οικογενειών με πλοία και την έξοδο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, ανάγκασε τον Καποδίστρια να αξιώσει την επίσπευση της παράδοσης της πόλης, ενόψη των διαβουλεύσεων για τον καθορισμό της έκτασης, και των ορίων του νεοελληνικού κράτους, η οποία πραγματοποιήθηκε την 18η Απριλίου με την έπαρση της ελληνικής σημαίας στην κορυφή του κάστρου της ελεύθερης πια πόλης μας.
Την επομένη επισκέφτηκε την Ναύπακτο ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επιβαίνοντας στη φρεγάτα «Ελλάς» για να χαρεί «επί τόπου δια των ιδίων οφθαλμών την νίκην εκείνην των ελληνικών όπλων», όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος στην ιστορία του για την ελληνική επανάσταση.
Τόση ήταν η σημασία της πολιορκίας και της άλωσης της Ναυπάκτου για την επέκταση των ορίων του νέου ελληνικού κράτους, από τον Ισθμό της Κορίνθου στη γραμμή Άρτα – Βόλος, ώστε η Κυβέρνηση εκφράζοντας τη χαρά και την ικανοποίηση των Πανελλήνων, διένειμε δώρα στο στρατό, για την επιτυχία του αυτή: στους στρατιώτες της ξηράς 45.000 γρόσια, στους ναύτες του στόλου 15.000 και στους τακτικούς και το πυροβολικό 4.000 γρόσια, καίτοι η οικονομική κατάσταση της χώρας μας, όπως είναι γνωστό, τελούσε υπό δεινή δοκιμασία.
Η εικόνα της μόλις απελευθερωμένης πόλης μας αποτυπώνεται: Στην αναφορά του πρώτου διοικητή της, με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1829, στην οποία μεταξύ των άλλων, γράφεται «καμμία… εκκλησία ή ιερόν κατάστημα δεν ευρίσκεται… εκτός εις το φρούριον… δι εξόδων δε του εκλαμπρότατου πληρεξούσιου επισκευάσθη… εκκλησία επονομαζόμενη Άγιος Δημήτριος η οποία πρώτα ήταν τζαμί…» και ότι άρχισε η ανέγερση το 1830 της Αγίας Παρασκευής. Επίσης αποτυπώνεται: Στην απογραφή των οικιών και κτισμάτων, που έγινε το Μάϊο του 1829 από το Ναυπάκτιο αστυνόμο Παναγιώτη Κυρίτση, στην οποία είναι καταγραμμένες 252 οικίες και εργαστήρια, από τις οποίες οι 71 ήσαν ερειπωμένες και ακατοίκητες.
Με την απελευθέρωση εγκαταστάθηκαν σταδιακά στη Ναύπακτο 129 οικογένειες Σουλιωτών, όπως οι οικογένειες Τζαβέλλα, Μπότσαρη, Αποστόλου, Βεΐκου, Δημουνίτσα, Δούση, Δράκου, Κοντούλα, Μεληγκιώτη, Πανομάρα, Πάσχου, Πάτση, Ρούγκα, Φωτομάρα, από μερικές των οποίων υπάρχουν σήμερα απόγονοι.
Κείμενο: Γιάννης Βαρδακουλάς