τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἦταν ἕνα μεγαλειῶδες γεγονός, πού διαφέρει σαφέστατα ἀπό ἄλλες ἐπαναστάσεις, θά μπορούσαμε νά τήν χαρακτηρίσουμε ὡς «ἁγία ἐπανάσταση», διότι τά ὁράματα τῶν ἀγωνιστῶν, Κληρικῶν καί λοιπῶν, διέφεραν ἀπό τά ὁράματα ἄλλων ἐπαναστατῶν καί ἐπηρεάστηκαν ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γιά παράδειγμα, στά ἀπομνημονεύματά του γράφει ὅτι τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Ἐπαναστάσεως στίς 23 Μαρτίου στήν Καλαμάτα «ὅλοι μέ τάς εἰκόνας ἔκαναν δέησι καί εὐχαριστήσεις, –Μοῦ ἤρχετο τότε νά κλαύσω... ἀπό τήν προθυμίαν 'ποῦ ἔβλεπα.– Ἱερεῖς ἔκαναν δέησι. Εἰς τόν ποταμόν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καί ἐκινήσαμε». Ἔτσι, ἡ Ἐπανάσταση ἄρχισε στήν Καλαμάτα μέ προσευχή σάν λιτανεία, καί ἔπειτα στήν Μονή τῆς Ἁγίας Λαύρας ὁ Ἐπίσκοπος Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός κήρυξε τήν Ἐπανάσταση.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά γίνη κατανοητό ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν ἀγωνίσθηκαν γιά τήν ἀτομική τους ἐλευθερία, γιατί ὅσο ἦταν κάτω ἀπό τήν δυναστεία τῶν Τούρκων μποροῦσαν, ἐάν ἀλλαξοπιστοῦσαν, νά ἀποκτήσουν αὐτήν τήν ἀτομική ἐλευθερία, ὡς μιά ἐπιβίωση καί ὡς ἀπόκτηση πλούτου καί ἀξιωμάτων. Ἐπιδίωκαν τήν ἐλευθερία ὅλου τοῦ ρωμαίϊκου βίου, κρατώντας τίς παραδόσεις τοῦ Γένους, ὅπως δείχνουν οἱ Νεομάρτυρες –σημαντικό εἶναι τό βιβλίο τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ «Τουρκοκρατία»– ἀλλά καί τήν ἐθνική ἐλευθερία, ὅπως φαίνεται στούς λόγους τῶν ἀγωνιστῶν.
Ἔπειτα, ἡ Τουρκοκρατία δέν ἦταν ἡ μόνη δουλεία στήν ὁποία ἔπεσαν οἱ Ρωμηοί, ἀφοῦ προηγήθηκαν καί ἄλλες δουλεῖες, ὅπως ἡ Φραγκοκρατία καί ἡ Ἑνετοκρατία. Ὁπότε, ἡ δουλεία τῶν Ρωμηῶν δέν κράτησε μόνον τετρακόσια χρόνια, ἀλλά πολύ περισσότερα, ἤτοι πεντακόσια χρόνια καί σέ μερικές περιοχές καί ἑξακόσια χρόνια, δηλαδή ἀπό τήν 12 Ἀπριλίου 1204, πού εἶναι ἡ κύρια κατάλυση τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας-Βυζαντίου. Σημαντικά εἶναι τά βιβλία τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ μέ τίτλο «Τό 1204 καί ἡ διαμόρφωση τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ», καί «1204-1922, ἡ διαμόρφωση τοῦ νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ (Δεύτερος Τόμος)». Ἄλλωστε, οἱ Ὀθωμανοί δέν κυρίευσαν πολλές περιοχές, καί τήν δική μας περιοχή, ἀπό τούς Ρωμηούς, ἀλλά ἀπό τούς Ἑνετούς.
Σέ ὅλο αὐτό τό διάστημα τῆς ξενικῆς δουλείας ἡ Ἐκκλησία μέ ὅλη τήν παράδοσή της, κράτησε τό Γένος μας σέ κατάσταση ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας. Αὐτό ἔχει δικαιωθῆ ἱστορικά. Ἄλλοι λαοί, ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι στήν Ἰταλία, ὅταν ἔχασαν τήν Ὀρθόδοξη πίστη, συγχρόνως ἔχασαν καί τήν Ἑλληνική παράδοση (γλῶσσα, ἤθη, ἔθιμα) πού ὑπῆρχαν ἀπό τόν 4ο καί 5ο αἰώνα π.Χ., ὅταν στίς περιοχές αὐτές πού χαρακτηρίζονταν Μεγάλη Ἑλλάδα, δίδασκαν μεγάλοι Ἕλληνες φιλόσοφοι καί οἱ κάτοικοι μιλοῦσαν καί σκέπτονταν Ἑλληνικά. Στήν περιοχή μας, ὅμως, διατηρήθηκε ἡ ἑλληνική γλώσσα καί παράδοση, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία κρατοῦσε ἀναμμένο τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί αὐτό ἔκανε τούς Ρωμηούς-Ὀρθοδόξους νά μή ἀλλαξοπιστήσουν, δηλαδή νά μή τουρκέψουν καί νά μή φραγκέψουν.
Πολλές φορές σκέπτομαι τήν δεινή κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκαν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἀλλά εἰδικότερα τήν περίοδο πρό καί κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Ὁ Πέτρος Γεωργαντζῆς σέ μιά πρωτότυπη μελέτη του μέ τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία κατά τό 1821» δημοσιεύει τόν ἀνέκδοτο κώδικα ἀλληλογραφίας τοῦ Μητροπολίτου Ἡρακλείας καί Θράκης Ἰγνατίου Σταραβέλου τῆς περιόδου 1821-1830. Πρόκειται γιά σημαντικές ἐπιστολές στίς ὁποῖες φαίνεται ὅλη ἡ τραγική κατάσταση τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ὁ συγγραφεύς παρουσιάζει τήν τραγική διαφορά μεταξύ τῶν ἀγάδων, πού ἦταν οἱ Ὀθωμανοί κατακτητές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μόνο δικαιώματα στήν ζωή, τήν τιμή καί τήν περιουσία τῶν ὑποδούλων, καί τῶν ραγιάδων, πού δούλευαν γιά νά ἀπολαμβάνουν οἱ δυνάστες. Μέσα στήν προοπτική αὐτή περιγράφονται τά ἄμεσα χρέη τῶν ραγιάδων πρός τό Τουρκικό δημόσιο, ἤτοι τά «ραγιαλίδικα χρέη» καί τά «ἴδια ἀρχιερατικά χρέη», ὅπως καί τά «ἐπαρχιακά ἐκκλησιαστικά χρέη» καί ἄλλες ὑποχρεώσεις τῶν Ἀρχιερέων πρός τό Τουρκικό δημόσιο, ἀλλά καί τά «πεσχεσλίκα (δῶρα) τῶν ἀρχιερέων πρός τούς Κρατοῦντες». Ἐπίσης, καθορίζονταν καί ἔκτακτες ἀναγκαστικές ὑποχρεώσεις τῶν Ἀρχιερέων πρός τούς Τούρκους.
Οἱ φόροι πού ἔπρεπε νά καταβάλουν ὁ Πατριάρχης καί οἱ Μητροπολίτες-Ἀρχιερεῖς στό Τουρκικό Δημόσιο ἦταν δυσβάστακτοι, γι’ αὐτό γίνονταν πολλές ἀλλαξοπατριαρχίες, μεταθέσεις Ἀρχιερέων, πολλοί Ἀρχιερεῖς ἔπεφταν σέ κατάθλιψη ἤ παραιτοῦντο, ἀφοῦ δέν μποροῦσαν νά ἀνταποκριθοῦν στήν βαρύτατη φορολογία πού τούς ἐπιβαλόταν.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό 1818, τρία χρόνια πρίν τήν Ἐπανάσταση, τό χρέος τοῦ Πατριαρχείου στήν σουλτανική Κυβέρνηση ἀνερχόταν σέ 4.000 πουγγιά, δηλαδή 2.000.000 δρχ. καί τῶν Ἐπαρχιῶν σέ 12.000 πουγγιά, δηλαδή 7.000.000 δρχ. Καί αὐτό ἐπιδεινώθηκε μέ τήν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως.
Ἔτσι, τό νά ἦταν κάποιος Πατριάρχης ἤ Ἀρχιερεύς κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἦταν πραγματικά μαρτύριο, ἐπειδή ἀφ’ ἑνός μέν δέχονταν πιέσεις ἀπό τούς κατακτητές, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἔπρεπε νά φροντίζουν τούς Χριστιανούς γιά νά παραμένουν πιστοί στίς παραδόσεις τους. Πολλοί Ἀρχιερεῖς παραιτοῦνταν τοῦ θρόνου τους καί ἄλλοι ἔπεφταν σέ μελαγχολία, γιατί δέν μποροῦσαν νά ἀνταποκριθοῦν στά μεγάλα καί δυσβάστακτα οἰκονομικά βάρη.
Ὁ ἴδιος συγγραφεύς (Πέτρος Γεωργαντζής) ἔγραψε ἕνα καταπληκτικό βιβλίο μέ τίτλο «Οἱ Ἀρχιερεῖς καί τό εἰκοσιένα», στό ὁποῖο ὕστερα ἀπό διεξοδικές ἔρευνες στίς πηγές κατέληξε ἀποδεδειγμένα στό συμπέρασμα ὅτι ἀπό τούς 200 Ἀρχιερεῖς πού ὑπῆρχαν τότε σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ Πατριαρχείου οἱ 73, ποσοστό 36%, ἔλαβαν ἐνεργό μέρος στόν ἀγώνα «ἐπώνυμα καί ἀδιαμφισβήτητα», οἱ 43 Ἀρχιερεῖς, ποσοστό 21%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν, οἱ 45 Ἀρχιερεῖς, ποσοστό 22%, «θυσιάστηκαν γιά τήν ἐλευθερία, εἴτε ἀπό βασανιστήρια καί θανατώσεις τῶν Τούρκων, εἴτε διά πολεμικῆς συρράξεως». Τό συνολικό ποσοστό αὐτῶν πού συμμετεῖχαν ἐνεργῶς στόν ἀγώνα, ἄν ἐξαιρεθοῦν οἱ Ἀρχιερεῖς πού ἦταν σέ ἄλλες περιοχές πού δέν ἔγινε Ἐπανάσταση, ἀνέρχεται στό 80%.
Νά ὑπενθυμίσω τήν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἄρτης Πορφυρίου τοῦ Βιθυνοῦ, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ κείμενο τοῦ Μπάμπη Χαραλαμπόπουλου, μετακινήθηκε δύο φορές ἀπό τήν Ναύπακτο, ἀπό τόν Ἀλῆ Πασᾶ καί τόν Ἰσμαήλ, καί ἐπέστρεψε μέ τήν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως, ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἐλευθερία καί ἐκοιμήθη τό 1838.
Πρίν ὁλοκληρώσω αὐτό τό σύντομο κείμενο, στό ὁποῖο φαίνεται σέ γενικές καί συνοπτικές ἐπισημάνσεις ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας πρό τοῦ ἀγῶνα τοῦ 1821 καί μετά ἀπό αὐτόν, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ στό πολύ σημαντικό βιβλίο τοῦ Κώστα Σαρδελῆ μέ τίτλο «Ὁ θάνατος τῆς Αὐτοκρατορίας». Σέ αὐτό τό βιβλίο φαίνεται ὅλη «ἡ τραγωδία τῆς σκλαβωμένης ρωμηοσύνης», καθώς ἐπίσης, ὅτι, ἐνῶ ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ξεκίνησε ὡς οἰκουμενική, τελικά ἔγινε ἑλληνική καί ἔτσι ἐπῆλθε «ὁ θάνατος τῆς Αὐτοκρατορίας», ἀφοῦ τό νέο Ἑλληνικό Κράτος περιορίστηκε στόν Μωριά καί τήν Στερεά Ἑλλάδα, σύμφωνα ἄλλωστε καί μέ τόν ἐθνικισμό πού ἐπηρέασε τόν 19ο αἰώνα τήν Εὐρώπη.
Ἡ Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου πρίν δύο χρόνια ἄρχισε νά προετοιμάζεται γιά τήν ἐπέτειο τῶν 200 χρόνων ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἔτσι, διοργάνωσε μέχρι τώρα δύο Ἐπιστημονικά Συνέδρια καί καθ’ ὅλο τό ἔτος αὐτό ἔχει προγραμματίσει πολλές ἐκδηλώσεις γιά τήν ἀνάδειξη τῆς προσφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς καί εἰδικῶς στήν Ἐπαρχία μας καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, κατά τήν Ἐπανάσταση καί μετά ἀπό αὐτήν γιά τήν συγκρότηση τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους.
Εὐχή μας εἶναι τό δένδρο τῆς ἐλευθερίας πού ἀρδεύθηκε μέ μεγάλες θυσίες καί πολύ αἷμα νά παράγη καρπούς καί ἐμεῖς οἱ διάδοχοί τους νά ἀποδειχθοῦμε ἄξιοι τῆς αἱματοβαμμένης ἐλευθερίας.